Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
Нра́вственное помеша́тельство, также известное как мора́льное помеша́тельство, моральная анестезия, моральная идиотия, патомания (, от лат. — нрав и — безумный, сумасшедший; ), — устаревшее название класса психических расстройств, сопровождающихся серьёзными нарушениями морально-нравственных представлений пациента при сохранении у него в той или иной степени интеллектуальных способностей, применявшееся в ранние периоды развития психиатрии, до выработки современных нозологических классификаций психических расстройств[dic.academic.ru/dic.nsf/medic2/31017 Нрав
1. прил.
1) Соотносящийся по знач. с сущ.: нравственность, связанный с ним.
2) Свойственный нравственности, характерный для нее.
3) Соблюдающий нормы общественного поведения, требования морали.
4) Основанный на нормах общественного поведения, требованиях морали.
5) Относящийся к внутренней, духовной жизни человека человека (противоп.: физический).
2. прил. устар.
То же, что: нравоучительный.
нравственно
нареч.
Основываясь на нравственности, соблюдая нормы общественного поведения.